- ὀσφυήξ
- ὀσφῠήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, ([etym.] ἄγνυμι)A having dislocated one's hip, γέρων Poet. ap. Lex. de Spir.p.209 V.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οσφυήξ — ὀσφυήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει εξαρθρωμένη οσφύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + ήξ, ῆγος (< ἄγνυμι «σπάω»)] … Dictionary of Greek